ηλιόμορφος

ηλιόμορφος
και λιόμορφος, -η, -ο (AM ἡλιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει το σχήμα τού ήλιου
νεοελλ.-μσν.
ωραίος σαν τον ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο-* + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό-μορφος, πολύ-μορφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἡλιόμορφος — sun shaped masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιόμορφον — ἡλιόμορφος sun shaped masc/fem acc sg ἡλιόμορφος sun shaped neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιομόρφου — ἡλιόμορφος sun shaped masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιομόρφους — ἡλιόμορφος sun shaped masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλιόμορφε — ἡλιόμορφος sun shaped masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

  • ηλιογραμμένος — η, ο ο ζωγραφισμένος από τον ήλιο, ο ωραίος όπως ο ήλιος, ο ηλιόμορφος …   Dictionary of Greek

  • λιόμορφος — η, ο βλ. ηλιόμορφος …   Dictionary of Greek

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”